οἰκείου

οἰκείου
οἰκέω
inhabit
pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)
οἰκέω
inhabit
imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric)
οἰκείω
pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)
οἰκείω
imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric)
οἰκεί̱ου , οἰκεῖος
in
masc/neut gen sg
οἰκεί̱ου , οἰκεῖος
in
masc/fem/neut gen sg
οἰκειόω
make
pres imperat act 2nd sg
οἰκειόω
make
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οἰκειοῦ — οἰκειόω make pres imperat mp 2nd sg οἰκειόω make imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιλιμνάζω — ἐπιλιμνάζω (AM) [λιμνάζω] κατακλύζω, παρέχω πλουσιοπάροχα («[Χριστός] πάντων ἀγαθῶν ἐκ τοῡ οἰκείου πληρώματος τοῑς πᾱσιν ἐπιλιμνάζων») …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • κτήτορας — ο, θηλ. κτητόρισσα (AM κτήτωρ, ορος, Μ θηλ. κτητόρισσα) κύριος, κάτοχος, ιδιοκτήτης («τῷ κτήτορι τοῡ οἰκείου πλούτου», Ιω. Κλήμ.) μσν. αρχ. (για ναούς, μονές, ιδρύματα) ιδρυτής, κτίτορας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτη τού κτῶμαι, πρβλ. μελλ. κτή σομαι +… …   Dictionary of Greek

  • Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα — Ιδρύθηκε το 1997 ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή με δικό της προϋπολογισμό και γραμματεία. Αποστολή της είναι η εποπτεία της εφαρμογής του νομικού πλαισίου για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Πρόεδρός της είναι ανώτατος δικαστικός …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • ВАРСОНОФИЙ ВЕЛИКИЙ — Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. [Варсануфий; греч. Βαρσανούφιος] († сер. VI в.), прп. (пам. 6 февр., пам. зап. 11 апр.), подвижник, аскетический писатель. Происходил из Египта. Согласно Д. Читти, имя… …   Православная энциклопедия

  • ДУАЛИЗМ — [от лат. dualis двойственный], представление о том, что основу мира и бытия составляют 2 независимых начала, часто противоположные друг другу: свет и тьма, добро и зло, духовное и материальное, мужское и женское и т. п. Эти 2 начала в разных… …   Православная энциклопедия

  • ДУША — [греч. ψυχή], вместе с телом образует состав человека (см. статьи Дихотомизм, Антропология), будучи при этом самостоятельным началом; Д. человека заключает образ Божий (по мнению одних отцов Церкви; по мнению других образ Божий заключен во всем… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”